Новогреческий словарь
συνετμήθην
συνετμήθην
παθ. αόρ. от συντέμνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνετμήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φωνιάζω
—
βυσσινί
—
γριίστικος
—
διέκπλους
—
ορρός
—
πηγαδήσιος
—
κουλουριαστός
—
οικονομικός
—
κοφτό
—
ραθυμία
—
σφίγξ
—
παρατηρητικός
—
αποθεωτικός
—
λιμεναρχείο
—
απηυθυσμένο
—
ταχύπλοο
—
κινδυνολογία
—
συντελεύω
—
πυρόμετρο
—
απειράριθμος
—
Φερενίκη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве