|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκιαγραφικό? — — βικάριος — καζέρνα — ειδυλλιακός — καράβι — αντιπρύτανις — διατακτικό — αιγυπτιολογία — πρωταρχικός — θάλασσα — πισσοτήρας — αποστατώ — λυκαυγές — μπαλαμούτιασμα — εγκατεσπαρμένος — αρχάνθρωπος — ιτιά — απέχω — τρίμηνος — βιβλιοδέτης — ακόρντο — μαύλισμα |
|||