|
цензор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цензор? — λογοκριτής как с (ново)греческого переводится слово λογοκριτής? — цензор — βιογραφώ — συνοικώ — επαναβλέπω — πτωχαλαζονεία — μετάνοια — αμετολαμπάδευτος — αρχειοθέτρια — κοντόπνοος — ερεθίζω — κατορθωτός — κυρτωμένος — λεφτοκαριά — αλαργεύω — λαχειοφόρος — ορεσίβιος — χρυσοποικιλτική — σακκουλιάζω — αποχτώ — καφεοφυτεία — οντογένεση — εκπρόσωπος |
|||