|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αραποσίτικος? — — σακκουλιάζω — δισεκοτομμυριοστός — εξόπλιση — ανταλλαγμένος — χολεριώ — ογκόπαγος — στύψη — ίκαρος — ψάρευμα — μισανδρία — στεγνός — εχινόκοκκος — δουλοπρεπής — πρωθυπουργικός — ακρατής — ψητάρης — βάλη — χελώνα — ναζού — χρωμοξύλογραφία — αψάδα |
|||