|
το уст. зонтик (дождевой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зонтик? — αλεξιβρόχιο как с (ново)греческого переводится слово αλεξιβρόχιο? — зонтик — σελιδαρίθμηση — γκαντεμιά — ρεζουμέ — δέκαθλον — ακράτεια — τριολέτο — χρησιμοκρατία — μαχμούρικα — φιλοφρόνηση — πολτός — απλολογία — ανοπόδοτος — φαλάγγι — διαβόητος — κεφαλοχώρι — αιματοποτίζω — ομοκεντρικός — ορθολογισμός — ρυγχωτός — τσαγκαροσούβλι — δίμηνο |
|||