|
το 1) олений рог; 2) рогоносец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово олений рог? — λαφοκέρατο как на (ново)греческом будет слово рогоносец? — λαφοκέρατο как с (ново)греческого переводится слово λαφοκέρατο? — олений рог, рогоносец — αμόλευτος — οδοντοϊατρός — ασημάδευτος — αναλογιστικά — βράδι — αποθερίζω — κρασάτος — πηγαδόνερο — λατομική — βαφτιστής — αντιπλέκω — δυσδιόρθωτος — καρδιορραγία — χθές — ὁπτῶ — ιστορικής — καταποτήρας — ίλιγγος — επινικέλωση — ενετάλην — αγουρίδα |
|||