|
η мед. паралич матки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паралич матки? — υστεροπληγία как с (ново)греческого переводится слово υστεροπληγία? — паралич матки — λίκνιση — κολοκυθόσπορος — φυσιατρική — πολυγραφικός — νισεστές — αγώνισμα — παιδικός — οικότροφος — απομαχικός — προλετάριος — επικοινωνιακός — πλεμπάγια — ξεσαβούρωμα — απλολογία — τρύπημα — ρινίδι — γριππιώ — παραλίδισσα — ψιλοδουλεύω — οδοντόκρεμα — νυχτιάτικος |
|||