|
η отсталость, консервативность, косность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсталость? — οπισθοδρομικότητα как на (ново)греческом будет слово консервативность? — οπισθοδρομικότητα как на (ново)греческом будет слово косность? — οπισθοδρομικότητα как с (ново)греческого переводится слово οπισθοδρομικότητα? — отсталость, консервативность, косность — γιγαντόσωμος — επιμελητήριο — αναψυχώνω — δινητός — κουρντίζω — βλάβη — ίνδαλμα — διοικητικός — σιδηρουργικός — οπερατέρ — απόρριμμα — ανομοιωτικός — δεκεμβριανός — ηδονισμός — μετάνιωμός — λαχανοσαρμάς — καπηλεύομαι — άλευρο — απρόσμενο — εκείμην — τίκτομαι |
|||