Новогреческий словарь
σύσφιξη
σύσφιξη
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύσφιξη
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νεκροκρέββατο
—
ριζοτόμος
—
φυσιολογία
—
λιοτριβόπετρα
—
καρβουνιάρικο
—
φυτολογία
—
ξεφασκιώνω
—
γονεωνυμικά
—
επιστολογραφικός
—
χιονόμετρο
—
γουρουνόπετσος
—
ανελέητος
—
διαλέγομαι
—
στουμπίζω
—
ανευφημώ
—
εδαφολογικός
—
αγγιστρεύω
—
φιλιέμαι
—
ξόδι
—
πυροβολικός
—
αφλοιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,