|
топать ногами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово топать ногами? — πτερνοκοπώ как с (ново)греческого переводится слово πτερνοκοπώ? — топать ногами — ρακή — αλληλοφθονούμαι — ολιγανδρία — εκπύημα — μάντρωμα — συκών — Γιουγκοσλαβία — ερπετώδης — πολυδιήγητος — αγαλματοποιητική — χαίτη — χιονοδρόμιο — ταχύ — λεμβωδία — Ινδοκινέζα — τσοπάνος — βοϊδόγλωσσα — αγκίδι — ζαλεύω — φουτουρίστρια — τελειοποιήσιμος |
|||