|
дёшево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дёшево? — ευθηνά как с (ново)греческого переводится слово ευθηνά? — дёшево — αντιστάθμιση — ενδεικτικός — αναψυχώνω — μαρτυρώ — υπομνηστικός — τυλίζω — πισωδρομώ — τσιμπλού — δεινοποίηση — ελαιοκομία — χαρωπός — προδότρια — φιλοφρόνημα — κείνος — στέγνωσις — εντευκτήριον — οντουλάρισμα — δρεπανίστρια — μοντερνίζω — Δήμητρα — κατασπαταλώ |
|||