|
ο медресе (мусульманская духовная илкола) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медресе? — μεντρεσές как с (ново)греческого переводится слово μεντρεσές? — медресе — φτερνοχτυπώ — ελκυσμός — τεχνικός — αφορία — αναλώτρια — μαβής — παπουτσάκι — συντρίβω — ἱερακάρης — προβατοκάμηλος — ανεγκεφαλία — απασπάτευτα — εύζωνας — χοντροκάμωτος — ευθυγραμμώ — αναποδιάρης — πιτσίλισμα — φιλολογία — λαμπάδιασμα — πνευματολογία — παραμάγερας |
|||