|
(αόρ. (α)πόκαψα, παθ. αόρ. αποκάηκα) сжигать дотла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сжигать дотла? — αποκαίγω как с (ново)греческого переводится слово αποκαίγω? — сжигать дотла — γυρίστρα — διαπίστωση — λουτσιά — έμπεδα — επταμηνία — μυρμηγκικός — γεννητάτος — ρύπασμα — ορσοθύρα — ανεμοκινητήρας — νοματίζω — μεθοδικότητα — υπερβορειοανατολικός — θελειά — διαζωτικός — μαρτολούλουδο — σέσουλα — απολεπίζω — λιθογόμωση — απεργάζομαι — άργυρος |
|||