αποκαίγω

формы словаβ
αποκαίγω
(αόρ. (α)πόκαψα, παθ. αόρ. αποκάηκα) сжигать дотла



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сжигать дотла? — αποκαίγω
как с (ново)греческого переводится слово αποκαίγω? — сжигать дотла


γυρίστραδιαπίστωσηλουτσιάέμπεδαεπταμηνίαμυρμηγκικόςγεννητάτοςρύπασμαορσοθύραανεμοκινητήραςνοματίζωμεθοδικότηταυπερβορειοανατολικόςθελειάδιαζωτικόςμαρτολούλουδοσέσουλααπολεπίζωλιθογόμωσηαπεργάζομαιάργυρος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit