|
неопределённо, неясно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неопределённо? — αόριστα как на (ново)греческом будет слово неясно? — αόριστα как с (ново)греческого переводится слово αόριστα? — неопределённо, неясно — σκευωρώ — διακοσμητικός — χωρατό — θαλάσσιος — ταχτάρισμα — αρκτοτρόφος — δανειστικός — τσογλανάκι — λαρυγγεκτομή — μασουλάω — ετερόχειρ — γαλειουρίζω — σήμανση — μετεωροσκοπικός — αποπτιλώνω — αποδοκιμαστέος — φωνηματικός — γυνή — κρουσίφλογος — εξάτομος — κρεατόπιτα |
|||