Новогреческий словарь
επιμηκύνω
επιμηκύνω
(αόρ. επεμήκυνα, παθ. αόρ. επεμηκύνθην)
удлинять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удлинять
? —
επιμηκύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιμηκύνω
? — удлинять
#
(ново)греческий словарь
—
κορδωμένος
—
αναληθές
—
ηθμός
—
αφωρισμένος
—
αποφύλλισμός
—
καλογερίστικος
—
οπαδισμός
—
λαγκεύομαι
—
αποστρατεία
—
σκουληκιασμένος
—
εργοδοτικός
—
απότομος
—
απιδέα
—
λανθάνων
—
ισοζύγιο
—
ανδρολόγος
—
βαριοκοιμούμαι
—
χαλκοπλαστική
—
μωαμεθανίδα
—
αυθαδόστομος
—
κεδρί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве