|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαινομενικά? — — βρασερός — διαρραφή — απολυμαίνω — εμφυσηματικός — καβαλλέτο — ύδρευση — απολησμονημένος — καβαλάρισσα — κιμαδιάζω — εφαπλωματοποιείον — αποθερίζω — κουτσομύτης — ισοπερίμετρος — αλλεπάλληλος — αγευστί — ανθοκάνιστρο — εποχλέας — αρραβώνα — μικρό — λαθρεπιβάτης — επαμφοτερίζων |
|||