Новогреческий словарь
ο
ο
ср. р. от ός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σπαζοκεφαλιάζω
—
οστεάλευρο
—
καμάρωμα
—
ματαιότητα
—
αποκτηνωτικός
—
αλεξιθόρυβος
—
βιβλιοταξία
—
καζανοκέφαλος
—
οινόπνευμα
—
ανασύνταξη
—
θεογνωσία
—
φιαλωτός
—
λίγος
—
πενταπλασιασμός
—
φουρτουνιάζω
—
βρουβοβλάσταρο
—
άστεπτος
—
διατυμπάνιση
—
επιτήρηση
—
βόνασος
—
γαλατσίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,