Новогреческий словарь
μηχανική
μηχανική
η
механика
(раздел науки);
θεωρητική (έφηρμοσμένη) ~ — теоретическая (прикладная) механика
;
ουράνιος ~ — небесная механика
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
механика
? —
μηχανική
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηχανική
? — механика
#
(ново)греческий словарь
—
σίγουρος
—
επιτηδειότης
—
λάπαθο
—
θεογονία
—
παρακελευστικός
—
ερωτομανής
—
ημιταχώς
—
προκληροδοτώ
—
αντιπλουτοκρατικός
—
καπνοκαλλιεργητής
—
καλαμπουριστής
—
εισφέρω
—
μητροσκόπηση
—
τύραννος
—
απαντέχω
—
ασφέρδουκλας
—
όποτε
—
καραβόσκυλο
—
υαλοφανής
—
ηλεκτρομεταλλουργία
—
άλμπουρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве