|
παθ. αόρ. от κερνώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκεράσθην? — — βρέχτης — λιμώδης — προΰπαρξη — τραχηλιαίος — στοργικά — ακτινοβόλος — τίτθη — αδέξια — χούφτωμα — έμπειρος — χρησιδεσποτεία — απολιπαίνω — ακινητώ — πασπαλίζω — βραχυπρόθεσμος — λευκάνθεμον — ισονομία — ευαρέστηση — ανασφογγίζω — σφαγέας — αγριοστάφυλο |
|||