λιβελλογράφ|ος

формы словаβ
λιβελλογράφ|ος
ο пасквилянт



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пасквилянт? — λιβελλογράφος
как с (ново)греческого переводится слово λιβελλογράφος? — пасквилянт


Αλγερίνηαικίααναπάντεχοςυδρευτικόςδισκοπότηρορεζιλεύωπαλιόδρομοςφτύκακάλυψηαισίωςαπόσταμαπινάκινέφοςπαλαιογραφικόςχερουβικόςκαπριτσιόζαδωδεκαετίατεσσαρακονταετηρίδαβουβάκαθιερωμένοςμεταρρυθμιστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit