|
самодвижущийся, самоходный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самодвижущийся? — αυτοπροωθούμενος как на (ново)греческом будет слово самоходный? — αυτοπροωθούμενος как с (ново)греческого переводится слово αυτοπροωθούμενος? — самодвижущийся, самоходный — εξανθρακωτικός — σιγαροθήκη — δονώ — ανάκανθος — υπομνηματισμός — δρόμων — διάφανος — αγνωστικιστικός — άφρακτος — άστρεχτος — φαινασετίνη — εξαγωγέας — χαρούμενα — ταξιθέτηση — μαγγάνι — εκρυθμία — ασβεστούχος — οχυρό — ανθελληνικά — πισσάνθραξ — περιπτεριούχος |
|||