|
с неразвитой грудью (о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с неразвитой грудью? — αστηθος как с (ново)греческого переводится слово αστηθος? — с неразвитой грудью — χινοπωριάτικος — εντεραλγία — μυαλωμένος — κλαδευτήρι — ψαροδόλι — ωτολογικός — καπηλειό — πληθωρικός — πίνω — δεξαμενή — θρύβω — μορφινίζομαι — ανυπερνίκητος — βρογχοσκόπησις — αλληλοπρόγονοι — προσωμίδα — αραιά — τσάτσος — φαγεδαινικός — μήτρα — ανάπιωμα |
|||