|
запутанный, сложный; ~ υπόθεσις — запутанное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запутанный? — δαιδαλοειδής как на (ново)греческом будет слово сложный? — δαιδαλοειδής как с (ново)греческого переводится слово δαιδαλοειδής? — запутанный, сложный — περίοδος — τσιπροφονιάς — ανεπαχθής — ξυλογλυπτική — ασυμφώνητος — πλαστική — σκώμμα — μπούλμπερη — ακολάτσιστος — διεξάγομαι — ιησουίτης — σύστημα — εντεροχορδή — συνακόλουθος — γενειοφορία — εκβράζω — γραφολόγος — ανυπόφορος — φιλύρα — φυσητήρας — εκλεπτύνω |
|||