Новогреческий словарь




καθαρίστρια

καθαρίστρια
η 1) чистильщица;
2) уборщица;
3) фильтр;
          ~ αέρος — воздушный фильтр


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово чистильщица? — καθαρίστρια
как на (ново)греческом будет слово уборщица? — καθαρίστρια
как на (ново)греческом будет слово фильтр? — καθαρίστρια
как с (ново)греческого переводится слово καθαρίστρια? — чистильщица, уборщица, фильтр


#(ново)греческий словарьαδιαιρετότηςεκβαρβαρώνωφινιστρίνιασκωρίαστοςεγκλητικόςκολτούκιχωρισμόςδιαπράττομαικάμωμαζαλιγγώνομαιχιλιόστρεμμονυδροχόημπλάστριεκσλαυίζωμαζεμένοςκαπέλλοαποκοιμισμένοςαποκήρυκτοςκατορθώνωπεριχυμένοςανατροπή


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω