|
ο, η певец, певица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово певец? — αοιδός как на (ново)греческом будет слово певица? — αοιδός как с (ново)греческого переводится слово αοιδός? — певец, певица — ονομάζω — οσμώμαι — καρβουναποθήκη — Τσεχοσλοβακία — ερωτολογία — απογοήτευσις — τεζιάκι — φυτοβιολογία — κονσόρτιο — επιβλητικότητα — διαστρέφω — σκοπευτικός — εναυσματικός — αξυλοκόπητος — αποσταφιδιάζομαι — κεντρομόλος — εκποίηση — ξεκαπίστρωμα — αμηνολόγητος — άγρωστις — ενσφράγιση |
|||