|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δοντάκι? — — συμβαδίζω — μιγαδικός — ακτοφρουρά — παστίς — βατεύω — καθετήρας — πυραυλοφόρο — γαλάτωμα — μασκαραλίκι — αδιβόλητος — ώμιο — ολοτρόγυρα — πιλαλητό — σαπιοκάραβο — χοιρίδιον — δασόκλειστος — έχθρα — διδασκαλική — νήπιο — ψώνι — ξετσιπώνομαι |
|||