|
η работоспособность; трудолюбие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работоспособность? — εργατικότητα как на (ново)греческом будет слово трудолюбие? — εργατικότητα как с (ново)греческого переводится слово εργατικότητα? — работоспособность, трудолюбие — σμυριδοφύλακας — αμπελόκηπος — φεγγαρήσιος — ψυχοφυσική — καβατζάρω — κατηχητής — ουζάδικο — επανείπον — απόχρεμμα — ευφημισμός — μακαριότητα — μπακαλόχαρτο — δουπώ — ενσωματωμένος — αγριοότανο — κλεφτότοπος — φαρμακοτέχνης — ροσμαρί — καμουτσικίζω — ενθυλάκωσις — ανακαλητό |
|||