|
το котёл; === τό ~ βράζει — [phrase]что-то (__готовится,__) замышляется недоброе[/phrase]; όλοι σ'ένα ~ βράζουμε — [phrase]судьба у всех у нас одна[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово котёл? — καζάνι как с (ново)греческого переводится слово καζάνι? — котёл — τσαμπουνώ — σφαγιάζω — διγαμία — οκτάγωνος — ρέκβιεμ — δυαδικός — λουλουδάδικο — προβοδίζω — χειροτεχνείο — αφεύγατο — αιγιαλός — αλληλοδιάδοχος — εξαγγέλλω — διεύρυνση — εβένινος — τρίμερος — ελευθεροπραξία — γαλαξίδα — φέξο — αγαθός — μεγαλοπιάνομαι |
|||