|
το прям., перен. нуль; είναι ένα μεγάλο ~ — [phrase]он круглый нуль[/phrase]; τά τρία ~ά — три нуля (уборная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нуль? — μηδενικό как с (ново)греческого переводится слово μηδενικό? — нуль — εξοιδαίνομαι — χυτήρ — κατεργάσιμος — καχεκτικός — αδηφάγος — κρεμέζο — μσμουριασμένος — διττανθρακικός — κρατικός — γαργάλι — ανθρωπόφοβος — προσβάλλομαι — υπνοθεραπευτικός — χρηματοσυλλογή — σιγώ — βιβλιοχορτοπωλείο — παγκόσμια — απόδαυλο — σουγιαδάκι — εννεαμελής — θαλασσοταραχή |
|||