μηδενικό

формы словаβ
μηδενικό
το прям., перен. нуль;
          είναι ένα μεγάλο ~ — [phrase]он круглый нуль[/phrase];
          τά τρία ~ά — три нуля (уборная)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово нуль? — μηδενικό
как с (ново)греческого переводится слово μηδενικό? — нуль


εξοιδαίνομαιχυτήρκατεργάσιμοςκαχεκτικόςαδηφάγοςκρεμέζομσμουριασμένοςδιττανθρακικόςκρατικόςγαργάλιανθρωπόφοβοςπροσβάλλομαιυπνοθεραπευτικόςχρηματοσυλλογήσιγώβιβλιοχορτοπωλείοπαγκόσμιααπόδαυλοσουγιαδάκιεννεαμελήςθαλασσοταραχή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit