|
ο торговец; кο ммерсант; купец (уст.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ммерсант? — εμπορευόμενος как на (ново)греческом будет слово купец? — εμπορευόμενος как с (ново)греческого переводится слово εμπορευόμενος? — ммерсант, купец — αραβόφωνος — αλευροπωλείο — κρεατώνω — ρονιά — συμμορίτικός — δικαιολόγηση — λεπρός — βουλκανισμός — χωματόδρομος — ακήδεστος — γοργογόνατος — ένσφαιρος — εκμαίνομαι — ειρωνευτικός — στερεοποιούμαι — μεμψίμοιρος — ζεματώ — τρεμουλιάρικο — αργεύω — μπαγιάτεμα — δρομαίος |
|||