|
η 1) витрина; 2) перен. показуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово витрина? — προθήκη как на (ново)греческом будет слово показуха? — προθήκη как с (ново)греческого переводится слово προθήκη? — витрина, показуха — μαουνιέρης — ασβεστώνω — καθετοποιούμαι — επανερωτώ — δαφνόκοκκος — κιτρινοπούλα — ασυνταύτιστος — καρδιοκλέφτης — αντανάκλαση — διαθρύλημα — ασφαλτόπλινθος — δερματουργία — πλεονεκτώ — εγκλείστως — ασιάτης — επινεφριδικός — αρκετό — μεταβιβασμός — χαραμοφάγα — ανεξίκακος — δεκατέσσερις |
|||