|
ο маляр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маляр? — χρωματιστής как с (ново)греческого переводится слово χρωματιστής? — маляр — δαψιλής — δαιμονιακός — αφαλισμός — αλευθέρωτος — συμπήκτωση — αφιονίζω — χείρ — περηφάνεια — σπουρδακύλα — διασκεδασμός — προνομιούχος — θωρακισμένος — αιμωδίαση — χιμάω — ακορνίζωτος — ζωολατρία — ταξιδιωτικός — πλάγια — εξακουσμένος — ιερέας — καβλί |
|||