|
(-έως) ο замок (оружия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замок? — εμπυρεύς как с (ново)греческого переводится слово εμπυρεύς? — замок — ορυζών — προ — εξυγίανση — υπερευαίσθητος — υπομειδιώ — ηλεκτρολυτικός — ξυλοποικιλτική — στούμπι — ομοδικία — επιτηρητικός — χρωματοποιείο — ακτινοσκοπικά — μουντζουρωμένος — ομοιοκατάληκτος — εμπήγω — καρτερικότητα — αρχαιόσυλος — ομπρέλλα — ρείκι — πολυθρόνα — τυφλωμένος |
|||