|
η 1) этикет; 2) церемониал; Τμήμα Εθιμοτυπίας — Протокольный отдел (МИД'а) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этикет? — εθιμοτυπία как на (ново)греческом будет слово церемониал? — εθιμοτυπία как с (ново)греческого переводится слово εθιμοτυπία? — этикет, церемониал — Αγγελική — εργοτίνη — εξήνεγκον — ψευδής — δράμι — λεμφατικός — συμπολίτισσα — πλημμυρίς — υπερβολή — μισοσβήνω — αποκουφαίνομαι — ριτσινόλαδο — ρεβιζιονιστής — ωμόμετρο — λιναρόλαδο — δυσκοινώνητος — μίλτινο — εκμηχανίζω — τσιφούτης — ατρομοκράτητος — μικροβισμός |
|||