|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απαρέγκλιτα? — — πεδινός — ασπρίλα — καρσί — Μεξικάνος — λεσβιακός — συνεχίζω — μυρμήγκιασμα — οινοποιείο — αγρομέτρης — μαλαχτάρι — πάγκος — φρύγω — πεντόφραγκο — ονόκομβος — αργυροκρυστάλλινος — χρυσικός — πίβουλος — επισκιάζω — νέτος — ξεταπώνω — εκβαρβάρωση |
|||