|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορνεύω? — — προσπέλαση — έφεξα — μικροχημικός — ψευτοκουλτούρα — παλάμη — ηλεκτροκαρδιογράφημα — σταράτος — όβολα — αναγεννώμενος — ευστοχώ — αντιμεθαυριανός — ανεκλάλητος — Μαλαισία — φτερωτή — σουσαμάτος — αδιαφήμιστος — λιόλουστος — αποδείπνι — θρησκοληψία — μηλόδενδρο — ορυκτολογικός |
|||