πορνεύω

формы словаβ
πορνεύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πορνεύω? —


προσπέλασηέφεξαμικροχημικόςψευτοκουλτούραπαλάμηηλεκτροκαρδιογράφημασταράτοςόβολααναγεννώμενοςευστοχώαντιμεθαυριανόςανεκλάλητοςΜαλαισίαφτερωτήσουσαμάτοςαδιαφήμιστοςλιόλουστοςαποδείπνιθρησκοληψίαμηλόδενδροορυκτολογικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit