ποινικοποιούμαι

формы словаβ
ποινικοποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ποινικοποιούμαι? —


είσαστεανεμοστρόβιλαςκυτωρόςιδιόχρουςοιδηματικόςκαταναλωτόςαναδιδάσκωτριγωνομετρικόςπασχαλιάτικοςωτίτιδατρυγώσφίξιμοέφοροςπλεξούδαεκκρίνωοψιμαθήςαναμεσαριάπαραλογιάζωαγλέουραςτουρκοκρατίαεβραίϊσσα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit