|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποινικοποιούμαι? — — είσαστε — ανεμοστρόβιλας — κυτωρός — ιδιόχρους — οιδηματικός — καταναλωτός — αναδιδάσκω — τριγωνομετρικός — πασχαλιάτικος — ωτίτιδα — τρυγώ — σφίξιμο — έφορος — πλεξούδα — εκκρίνω — οψιμαθής — αναμεσαριά — παραλογιάζω — αγλέουρας — τουρκοκρατία — εβραίϊσσα |
|||