|
1. бородатый; 2. (ο) бородач #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бородатый? — πωγωνάτος как на (ново)греческом будет слово бородач? — πωγωνάτος как с (ново)греческого переводится слово πωγωνάτος? — бородатый, бородач — φίλεμα — δικηγορία — επανωκαλύμμαυχο — ιερεμιάδα — ασυρματιστής — μαγνητόνιο — ψευδοευλάβεια — μεφιτισμός — ακωμώδητος — φονιάς — αυτολάτρης — θεοφάνεια — διάσωση — κοκοχρονίζω — μετανεωτερικά — δωδεκάδελτος — διλοχία — διγλωσσία — μάξι — κάμα — τελευτή |
|||