Новогреческий словарь
βιαίως
βιαίως
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βιαίως
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανεύλαβος
—
σπερδούκλι
—
εργάτρια
—
κουρούπα
—
αισθητοποιώ
—
κουφόμυαλος
—
προγάστορας
—
βάρβαρος
—
δεκαημερία
—
συμβατικότητα
—
αυγουλάτος
—
κακό
—
καταπάτημα
—
άμβλυνση
—
διάστικτος
—
μπουκαδούρα
—
διαλάληση
—
Ιούλης
—
ανάτηξη
—
σέλωμα
—
θερσίτειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве