|
1) тиранический; 2) мучительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тиранический? — τυραννικός как на (ново)греческом будет слово мучительный? — τυραννικός как с (ново)греческого переводится слово τυραννικός? — тиранический, мучительный — κουκέττα — νεοναζισμός — οχλοκρατούμαι — φτάσιμο — κιούγκι — ταχύ- — δαιμονιακός — θαύμα — ακουάριο — εξαέρωση — ακροσυνάπτω — αηδονόφωνος — γιασμάκι — γεγές — κούμαρο — μεθοδιστής — εθελοντικότητο — πυρομαχικά — μπαξεβάνης — χειροκίνητος — γκέλα |
|||