|
η водопой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водопой? — ποτίστρα как с (ново)греческого переводится слово ποτίστρα? — водопой — σωφρονίζω — σουσαμάτο — ιπποσύνη — κολακεύομαι — πυρομαχικά — παλαμιαίος — αγκυροβόλημα — γαργαλητό — γαιοχτήμονας — εκπαιδευμένος — αχός — δογματολογία — απόξεσμα — αυτοδικάζομαι — διορία — φαντασιοπληξία — σκοτοδινιώ — σφάλλομαι — οικογενειακότητα — μελομανής — ψούνισμα |
|||