|
(αόρ. ευκόλυνα и ηυκόλυνα, παθ. αόρ. ευκολύθηκα и ηυκολύνθην) 1) облегчать; 2) помогать; выручать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облегчать? — ευκολύνω как на (ново)греческом будет слово помогать? — ευκολύνω как на (ново)греческом будет слово выручать? — ευκολύνω как с (ново)греческого переводится слово ευκολύνω? — облегчать, помогать, выручать — ηφαίστειο — κεραμιδοκόμματο — αποσπαργανώνω — μπακαλόγατος — γατοφαγωμένος — σχιζοειδής — γλαφυρός — σύν — διαβατάρης — αδήν — σκουντούφλιασμα — ξάστερος — επιμετρώ — ρεφορμιστικά — χαλκοφόρος — ενεός — ναρκωτικά — προξενείο — εμβριθής — μαίευτρα — ευγονική |
|||