Новогреческий словарь
τηλεφωνήτρια
τηλεφωνήτρια
η
телефонистка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
телефонистка
? —
τηλεφωνήτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
τηλεφωνήτρια
? — телефонистка
#
(ново)греческий словарь
—
ενδόσιμον
—
λίμνασμα
—
λιοπύρι
—
παπουτσοθήκη
—
οπτιμιστικός
—
καταιγισμός
—
δρυοκολάπτης
—
βυζαντιακός
—
σβουριχτός
—
πολύγνωμος
—
ξεμασκαλίζω
—
μούγκρισμα
—
μεροληπτώ
—
σκιαγραφώ
—
Μεγαλοβδόμαδο
—
αστάλαχτος
—
νικώμαι
—
περιχαράκωμα
—
γαϊδουρομούλαρο
—
αναφορείον
—
κινητοποιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве