|
το дезинфекционная камера; санпропускник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дезинфекционная камера? — απολυμαντήριο как на (ново)греческом будет слово санпропускник? — απολυμαντήριο как с (ново)греческого переводится слово απολυμαντήριο? — дезинфекционная камера, санпропускник — υδρολύσιμος — ξανθότριχος — διακοσιετηρίδα — χαρακισμός — αλβανόπνευστος — μικροεπιχειρηματίας — ορμέμφυτα — κερδισμένος — αναγωγέας — άμελγμα — χρυσοπλούμιστος — αναφλεγμαίνω — υδρωπισμός — μπαλτζής — θερμόμετρο — εικονομαχία — αμαχαίρωτος — βαλσάρω — υπενοικίαση — ξεπερνιέμαι — αιγοπρόβατα |
|||