Новогреческий словарь
πολυχρόνιος
πολυχρόνι|ος
долговечный; многолетний
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
долговечный
? —
πολυχρόνιος
как на
(ново)греческом
будет слово
многолетний
? —
πολυχρόνιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολυχρόνιος
? — долговечный, многолетний
#
(ново)греческий словарь
—
εκκλησιάρισσα
—
πορτίτσα
—
ανύποπτος
—
αρχαιοπαράδοτος
—
ρεμπελεύω
—
ευρύχωρος
—
ξεκάρφωτος
—
απεραντολογία
—
βατταλαλώ
—
βαθμηδόν
—
φαρμακείο
—
αντιχαιρετισμός
—
καλλικάντζαρού
—
ασκεπής
—
αχρειόστομος
—
γιδοκέρατο
—
απαρχής
—
τουρκιά
—
ενδότατα
—
τέντζερες
—
κλαίουσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,