|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Κρητικός? — — ακροζυγιάζομαι — χαλκοκορώνη — ψιψιριάρης — αρπακτικό — ενθετικός — νοεμβριανός — μαλάκα — εμπύηση — αμμοθύελλα — μνημοσύνη — γκριζομάλλης — ξελιγουριάζομαι — ατσιγαρία — μαστοράντζα — ωστόσο — τυροβόλι — σχηματικός — πίγκωμα — αυτοβουλία — νηματόσταυρος — ρινηλάτης |
|||