|
аристократический; ~ή συνοικία — аристократический квартал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аристократический? — αριστοκρατικός как с (ново)греческого переводится слово αριστοκρατικός? — аристократический — γλιδερός — ψώλος — αναδύομαι — χρυσόπτερος — αντικρύζω — ανθοκήπιο — Φραντζέζα — πρωταρχίζω — αναπλημμυρίζω — καβάλημα — αετονύχι — ξένοιαστα — επίσιον — ΕΦΕΕ — διυλιστήριο — σύναμα — εκπεφρασμένος — κοπαδιάρικος — περίσφιγξις — σιδηρόδεσμος — ξάρμισμα |
|||