|
чихать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чихать? — φταρνίζομαι как с (ново)греческого переводится слово φταρνίζομαι? — чихать — καβουρόσουπα — απαστράπτω — γρενετίνη — φάουσα — παρόδιος — ολιγόμυαλος — νεόπλουτος — καγκουρό — γοργοπερνάω — σιμώνω — ανθολογία — χρυσοκεντήτρια — γηράζω — εχάρην — άργητα — λιποναύτης — πειθαρχημένος — συγκεντρωτικά — ρωσόφιλος — περιστροφή — σλιπ |
|||