Новогреческий словарь
άσβεστος
άσβεστ|ος
I η 1)
известь
;
υδραυλική ~ — цемент
;
2)
асбест
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
известь
? —
άσβεστος
как на
(ново)греческом
будет слово
асбест
? —
άσβεστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
άσβεστος
? — известь, асбест
#
(ново)греческий словарь
—
ανεπίτρεπτος
—
προκάτοχος
—
αφόρητος
—
μεγαλειότατος
—
καλοπιστία
—
πευκοβελόνα
—
κουφόμυαλος
—
συνόριο
—
φωνόμετρο
—
γενεσιουργία
—
αμφικολύπτω
—
δαιδαλοειδής
—
οκαρίνα
—
λιποβαρής
—
ευθυμολογία
—
χέζομαι
—
κάλλος
—
γελώ
—
αποθαρρεύω
—
δασύτριχος
—
προσφυγοπούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве