Новогреческий словарь
αγυιόπαιδο
αγυιόπαιδο
το
уличный мальчишка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уличный мальчишка
? —
αγυιόπαιδο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγυιόπαιδο
? — уличный мальчишка
#
(ново)греческий словарь
—
εδαφοστρωτήρας
—
φαλαινοθηρικό
—
βροντηγμός
—
άχολος
—
κοσμοθεωρία
—
προσπέλαση
—
σαπωνοποίηση
—
αναπνοή
—
επταμηνιαίος
—
απαγχονισμός
—
πυελικός
—
δίφωνος
—
φτουρώ
—
μεταλλοειδής
—
αυτοενέργεια
—
σχεδιάγραμμα
—
βαρβατεύω
—
δευτεραγωνίστρια
—
επιτροπεύομαι
—
σουλατσάρισμα
—
ζωογεωγραφικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве